Friday, April 10, 2009

Άσε το ποτό να μπει

Ξεφυλλίζοντας περιοδικά για την Αθήνα και τις συνήθειές της μπορούμε να ανακαλύψουμε κρυμμένες γωνιές της που μέχρι τώρα δεν γνωρίζαμε και να περιηγηθούμε σε κοσμοβριθή στέκια,εισπνέοντας και πάλι τον αέρα τής συνάφειας.Καθώς τα διαβάζουμε,αποκομίζουμε την εντύπωση πως μια ατέλειωτη γιορτή λαμβάνει χώρα στην πόλη και εμείς,οι τυχεροί αναγνώστες,κρατάμε στα χέρια μας τις πολύτιμες προσκλήσεις.
Μόνο που υπάρχουν και ανθρώπινες μινιατούρες που δεν μετέχουν σε αυτό το διόραμα τής καλοπέρασης.Μοναχικοί,πένητες και αλαφροήσκιωτοι συχνάζουν σε μέρη που δεν αναφέρονται σε κανένα αφιέρωμα.Λόγω κάποιας ψυχικής συγγένειας αλλά και εξαιτίας της οικονομικής μου δυσπραγίας,αφήνω κάποιες φορές τα βήματά μου να με οδηγούν στα στέκια τους.
Ομολογώ πως μου λείπουν τα ποτήρια με το dry martini και το ιρλανδέζικο ουίσκυ πίσω από την τζαμαρία του Au revoir,τα pints τής "Guiness" με θέα την Ακρόπολη και τα καραφάκια στα ουζερί των Εξαρχείων,όμως δεν έχω παράπονο.Εξίσου απολαμβάνω το ποτό μου στα παγκάκια τού σταθμού Λαρίσης,κάτω από εκείνα τα φώτα που θυμίζουν Hopper.
Καθώς μάλιστα ο καιρός ευδιάζει και τα βράδια αρχίζουν να γλυκαίνουν,μου αρέσει να χαζεύω την κίνηση τού κόσμου στην αποβάθρα,προσπαθώντας να νιώσω για λίγο τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους,σαν ένα μικρό παιδί που πασχίζει να κόψει από κλαδί νεραντζιάς ένα λεπτό άνθος για να το μυρίσει όμως το βραχύ κορμάκι του δεν του το επιτρέπει.
Έτσι κι απόψε το βράδυ,επιστρέφοντας στο σπίτι,πέρασα μια βόλτα από εκεί.Ο χρόνος περνάει αργά καθώς περιμένεις τα τρένα,σε αντίθεση με τα αγορασμένα από το περίπτερο κουτάκια της μπίρας που αδειάζουν γρήγορα.Έχει μια ωραία ησυχία,φυσάει λίγο και ο αέρας μυρίζει όμορφα,η σελήνη ανατέλλει αργά,λούζοντας στο μελαγχολικό της φως τις απέναντι πολυκατοικίες.
Το σκηνικό στον σταθμό απαράλλαχτο για δεκαετίες.Το ίδιο παλιό κτήριο,οι ίδιοι ήχοι ανακοινώσεων,ο γνώριμος θόρυβος των συρμών πάνω στις ράγες,η βοή από τους επιβάτες που πάνε και έρχονται.
Ίσως κάποιοι από αυτούς να συγκρατήσουν φευγαλέα την εικόνα ενός loser που,ανάμεσα σε άλλους παρίες,παρακολουθούσε με τρυφερή περιέργεια τις σκηνές αποχαιρετισμού ή ανταμώματος,τις στιγμές ευτυχίας και λύπης,μέχρι να αποχωρήσει από τον σταθμό τρεκλίζοντας,νιώθοντας πως και το δικό του τρένο είχε πια φύγει χωρίς και ο ίδιος να θυμάται πού πηγαίνει.

Saturday, April 04, 2009

Σκυφτοί περάσανε...

Μας θρέφουν οι εμμονές,τόσο εμάς όσο και τον χρόνο,μόνο που ενώ στην πρώτη περίπτωση τα ενοχικά μας σύνδρομα αναζητούν γιατροσόφια για τις αρτηριοσκληρωτικές προσλαμβάνουσες παραστάσεις,στη δεύτερη,αντιθέτως,επιδαψιλεύουμε ευφημισμούς για οτιδήποτε ανθίσταται στο πέρασμα τού καιρού.Η διάρκεια πιστοποιεί την αξία,αλλά δεν είναι και η μόνη.Ανάλογους τίτλους τιμής απονέμει η πάνδημη αποδοχή.Μύριοι οι κόκκοι άμμου που φτιάχνουν το γυαλί πάνω στο οποίο καθρεφτίζεται η επιτυχία.
Στον επίλογο ενός έργου του Μπαλζάκ,αυτός ο γνώστης της ανθρώπινης κωμωδίας παρομοιάζει την ηρωίδα του με ένα ευγενικό άγαλμα που πέφτει στη θάλασσα για να μείνει στον βυθό της για πάντα αγνοημένο,δίνοντας έτσι λογοτεχνική υπόσταση σε μια κακορίζικη συν
ομοταξία:άνθρωποι που βιώνουν τον κόσμο ως βουβή παράσταση,που δεν θ'ακούσουν κανέναν να τους μνημονεύει στην ευγνωμοσύνη του,άδοξοι ποιητές που γυρεύουν μάταια τον τροβαδούρο της μπαλλάντας τους.
Αναφέρομαι στις πηρομελείς προσπάθειες που δεν πρόφτασαν να πάνε μακριά,
δεν έγιναν μυθιστόρημα αλλά απέμειναν σκόρπιες σημειώσεις σε ένα βιβλίο της ζωής που διαβάζουμε ξανά και ξανά,ως που λείπει το φως.
Η αδύναμή τους τέχνη,όμως,η οποία εκφράζεται μέσω παραμιλητού και ψελλισμών,κάποιες στιγμές παύει να επινοεί το ψέμα και τους απομένει έτσι κάτι αληθινό να διηγηθούν σε εκείνους που τους συνάντησαν,γι' αυτό ας τους ευχηθούμε να συνεχιστεί το παραλήρημά τους,ακόμα και αν δεν αξιώνεται των αλλονών την προσοχή.
Να εξακολουθήσουν να μεταγράφουν με τον τρόπο τους εκείνο το ωραίο λαϊκό:
Μονάχα εσύ μ'απόμεινες/το μόνο στήριγμά μου/τώρα που φεύγεις,πού αλλού/θα βρω παρηγοριά μου,κάνοντάς το να ηχεί σαν ένα τραγούδι που επιλέγεται από την περιορισμένη λίστα ενός πολυκαιρισμένου τζουκ μποξ,για να ακουστεί,για λίγο μόνο,μες στον θόρυβο του μαγαζιού και να υποβάλλει τους ακροατές του στον μελωδικό του καημό.